ὑφαλμύρων

ὑφαλμύρων
ὑφάλμυρος
somewhat salt
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλμυρίκι — το Βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού είδους Ταμάριξ* είναι δενδρύλλια τα οποία φύονται σε όχθες υφάλμυρων νερών ή κοντά σε παραλίες, όπου ο φρεάτιος ορίζοντας είναι υφάλμυρος …   Dictionary of Greek

  • λαβράκι — Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα,… …   Dictionary of Greek

  • οιδογόνιο — το βοτ. φύκος τών γλυκών και τών υφάλμυρων νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oedogonium (< οίδος «πρήξιμο» + γόνος) + κατάλ. ium] …   Dictionary of Greek

  • παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • κονγκέρια — (Congeria). Γένος ελασματοβραγχίων (μαλάκια), των γλυκών ή υφάλμυρων νερών, που εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο. Οι κ. είναι διαδεδομένες ιδίως σε πετρώματα λιμναίας ή λιμνοθαλάσσιας φάσης, όπως, παραδείγματος χάριν, στις λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • μαγκρόβια δάση — Δενδρώδεις διαπλάσεις των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από φυτά που ανήκουν στις οικογένειες ριζοφορίδες, σονερατιίδες, βερβερίδες (δικοτυλήδονα) και φοινικίδες (μονοκοτυλήδονα). Τα φυτά αυτά σχηματίζουν πυκνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”